- περιοστέου
- περιόστεοςround the bonesmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστεοσάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθες νεόπλασμα του συνδετικού ιστού, το οποίο αναπτύσσεται μέσα ή από τα στοιχεία του οστού. Είναι εξαιρετικά κυτταροβριθές νεόπλασμα, και αποτελείται από στρογγυλά νεόπλαστα, από ατρακτοειδή ή πολύμορφα κύτταρα και από… … Dictionary of Greek
επισκληρίδιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ τής κυρίως σκληράς μήνιγγος και τού περιοστέου 2. φρ. «επισκληρίδιος χώρος» το κατώτερο τμήμα τού σπονδυλικού σωλήνα 3. «επισκληρίδια αναισθησία»… … Dictionary of Greek
οστεοπεριοστίτιδα — η ιατρ. ταυτόχρονη φλεγμονή οστού και τού αντίστοιχου περιοστέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoperiostitis < ὀστέον / ὀστοῦν + περιοστίτις, ιδος. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοπεριοστῖτις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
οστεόφυτο — (Ιατρ.). Καλοήθης νεοπλασία των οστών. Τα ο. αποτελούν συχνή πάθηση των οστών και είναι μικροί όγκοι πορώδεις, επικολλημένοι στην επιφάνεια του οστού, που με την πάροδο του χρόνου ενσωματώνονται σε αυτό. Οφείλουν τη γέννεσή τους σε χρόνιο… … Dictionary of Greek
παχυπεριοστίτιδα — η ιατρ. περιοστίτιδα που καταλήγει σε πάχυνση τού περιοστέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachyperiostitis < παχυ * + περιοστίτις / ίτιδα*] … Dictionary of Greek
περιοστίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περιοστέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periostitis (< περιόστεο, + επίθημα ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιοστῖτις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Μαγγίνα] … Dictionary of Greek
περιοστεομυελίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περιοστέου και τού μυελού τών οστών … Dictionary of Greek
περιχόνδριο — το, Ν ινώδης αγγειοβριθής μεμβράνη που περιβάλλει τους χόνδρους, εκτός τών αρθρικών, και τού οποίου ο φυσιολογικός ρόλος είναι ανάλογος τού ρόλου τού περιοστέου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. perichondre (< περι * + χόνδρος + ιον). Η λ … Dictionary of Greek
περιόστωση — η, Ν διόγκωση τού περιοστέου … Dictionary of Greek
υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος … Dictionary of Greek